Τετάρτη, Αυγούστου 30, 2006

Της μαστοριάς το Χάνι!


Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ήταν γιός του πιο μεγάλου αρματωλού που έβγαλε η Ρούμελη, του Ανδρίτσου. Πηγαίνοντας ο πατέρας του να ζητήσει βοήθεια από την Αικατερίνη της Ρωσσίας, τον πιάσανε οι Βενετσιάνοι στο Κάταρο και τον παρέδωσαν στους Τούρκους που τον έκλεισαν στα μπουντρούμια του Ναυστάθμου της Πόλης και εκεί τον σκότωσαν. Ορφανός ο Οδυσσέας, βρέθηκε στην αυλή του φοβερού Αλή Πασά και εκεί αντρώθηκε.
Ο Οδυσσέας βγήκε φτυστός ο πατέρας του. Κανείς δεν τον ξεπέρναγε στο σημάδι, στο τρέξιμο, στο λιθάρι, στο πήδημα και στη λεβεντιά. Τα μπράτσα του σίδερο. Μπορούσε να κρατάει δυο τράγους σηκωμένους έναν στο κάθε χέρι, όσο που οι άλλοι να τους γδέρνουν.
Να πως τον έβλεπε η λαική μούσα.

Σαν βράχος είν΄οι πλάτες του
σαν κάστρο η κεφαλή του
και τα πλατιά τα στήθια του
τοίχος χορταριασμένος.

Τον Μάρτη του 1821 που ξεκίνησε η επανάσταση ήτανε 31 χρονών. Στις 24 Απρίλη οι τούρκοι σούβλισαν στην Αλαμάνα, τον καλύτερο του φίλο, το πρωτοπαλίκαρο του,τον Θανάση τον Διάκο, έναν από τους ομορφότερους άντρες που γέννησε αυτός εδώ ο τόπος.
Το μόνο που σκέφτεται ο Οδυσσέας είναι η εκδίκηση. Μαζεύονται στο Χάνι της Γραβιάς πολλοί οπλαρχηγοί να δούν πως θα αντιβγούν στο ασκέρι του Ομερ Βρυώνη. Ο Αντρούτσος προτείνει να ταμπουρωθούν εκεί στο Χάνι. Οι υπόλοιποι τον λεν τρελλό. Ένα παλιόπραμα χτισμένο με πλίθες και λάσπη πως θα αντέξει στις επιθέσεις του εχθρού; Θα μας πάρεις όλους στο λαιμό σου Οδυσσέα με τη κακοκεφαλιά σου, εμείς θα πιάσουμε τα στενά, δεν καθόμαστε σαν τα ποντίκια μες στη φάκα.
Όσο το κουβέντιαζαν φάνηκαν στο βάθος τα τούρκικα μπαιράκια. Πετάγετε ο Ανδρούτσος πάνω λύνει τον κεφαλόδεσμο του, τον ανεμίζει με το αριστερό του χέρι.
-Λεβέντες όποιος θέλει να μπεί στο Χάνι μαζί μου, ας πιαστεί να χορέψουμε!
Κι αρχίζει το τραγούδι

Κάτω στου Βάλτου τα χωριά
Ξηρόμερο και Άγραφα
και στα πέντε βιλαέτια
βάλτε μπρε να πιούμε αδέρφια

Πρώτος πιάστηκε ο μπιστικός του ο τουρκαλβανός Μουσταφάς Γκίκας, αμέσως μετά ο Γκούρας. Πιάνονται σιγά σιγά κι άλλοι στο χορό, ο Παπαντρέας, ο Τράκας, ο Μάρος, ο Βουτούνης.

Εκεί είναι κλέφτες οι πολλοί
ούλοι ντυμένοι στο φλουρί
κάθονται και τρών και πίνουν
και την Άρτα φοβερίζουν

Βροντάνε τ΄άρματα και τα τζοβαιρικά που είναι φορτωμένοι σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Χορεύουν, τραγουδάνε και σφυρίζουν κλέφτικα. Η λεβεντιά παρασέρνει τη λεβεντιά. Μπαίνουν στο χορό οι Καπογιωργαίοι από το Ξηρόμερο, ο γοβγίνας από την Εύβοια, ο Ζαφείρης ο εφτανησιώτης, ο Καπλάνης, ο Κίρκος με τους Γαλαξιδιώτες.

Βρε τούρκοι κάνετε καλά
γιατί σας καίμε τα χωριά
Δώστε μας το Αρματολίκι
γιατί ερχόμαστε σα λύκοι.

Και όσο φουντώνει το κέφι όλο και περισσότεροι μπαίνουν στο χορό και έτσι χορεύοντας και τραγουδώντας μπήκαν στο Χάνι οι 118 ήρωες.
Κλείνουνε τα παράθυρα και τις πόρτες με ξύλα και με πέτρες, ανοίγουν με τα μαχαίρια τους τρύπες για τα ντουφέκια τους.
Φτάνουν οι τούρκοι και είναι πολλοί, μαυρίζει ο τόπος γύρω απ΄το Χάνι, κάνουν γιουρούσι γυμνώνοντας τα σπαθιά τους και νομίζει κανείς πως θα το γκρεμίσουν με τα χέρια τους και τις πλάτες τους. Μα το Χάνι ξερνάει φωτιά, μολύβι και θάνατο. Στρώνεται η γη με σκοτωμένους και λαβωμένους και τα βογγητά τους μπλέκονται με τις βροντές των τουφεκιών.
Πισωγυρίζει το γιουρούσι, σαστίζουν οι πασάδες, αυτό το παλιοχάνι μια μπουκιά πράγμα να πισωγυρίζει το ασκέρι τους;
Αφήνουνε τους άντρες τους να πάρουν μια ανάσα και ξαναδιατάζουν επίθεση. Ο Ομέρ Βρυώνης τάζει πέντε πουγγιά στον καθένα, στους πρώτους που θα πατήσουνε το Χάνι. Το τούρκικο ασκέρι χύνεται σαν ένας άνθρωπος να καταπιεί το Χάνι. Μα από μέσα η κλεφτουριά απαντάει με αλάνθαστο σημάδι. Το περικυκλώνουν και προσπαθούν με τσεκούρια και με πελέκια να σπάσουν τις πόρτες, να γκρεμίσουν τα ντουβάρια, να το τσακίσουν με τα σπαθιά. Τούρκοι και Έλληνες βρίζονται καθώς μια ανάσα τους χωρίζει. Η σκόνη και ο καπνός έχει σκεπάσει τα πάντα, μα το Χάνι συνεχίζει να ξερνάει θάνατο και είναι πιο δύσκολο για τους επιτιθέμενους να πλησιάσουν από τους σκοτωμένους που είναι ολόγυρα στο Χάνι. Για μια ακόμη φορά το γιουρούσι πισωγυρίζει. Αρχίζει να πέφτει το σκοτάδι. Πάνω από 300 τούρκοι είναι σκοτωμένοι και περισσότεροι απο 500 οι λαβωμένοι. Από τα παλικάρια του Ανδρούτσου, έξι άφησαν την ανάσα τους στο χάνι και τους θάβουν εκεί που έπεσαν οι δικοί μας. Οι πασάδες διατάζουν να ξεκουραστεί το ασκέρι και στέλνουν ανθρώπους στη Λαμία να φέρουν κανόνια σαν την μόνη λύση να πατήσουν αυτό το κάστρο της λευτεριάς.
Μες την ησυχία της νυχτας μονάχα τα βογγητά των πληγωμένων ακούγονταν και τα νυχτοπούλια. Ο Ανδρούτσος τους λέει ότι πρέπει να φύγουν, τρώνε τον ένα τοίχο με τα γιαταγάνια τους ώστε να φτάνει ένα σπρώξιμο να πέσει. Δυο ώρες πρί το ξημέρωμα με μια φωνή ξαχύνονται έξω από το χάνι και μπάινουν στο τούρκικο στρατόπεδο. Μέχρι να κατάλαβουν οι τούρκοι τι έγινε χάθηκαν οι ήρωες ανάμεσα στα σπαρτά και στο σκοτάδι. Το Χάνι της Γραβιάς και σαν ουσία για κείνη τη δύσκολη στιγμή της επανάστασης, αλλά και σαν σύμβολο παλικαριάς και θάρρους είναι γραμμένο στις καλύτερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας.

"Μετα από τέτοια μαστοριά πως να μη θέλω όλους τους γιούς του κόσμου να τους λέγανε Οδυσσέα;"
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟ ΓΙΟ ΜΟΥ ΤΟΝ ΟΔΥΣΣΕΑ

1 Comments:

Blogger Adomiel said...

Όλοι οι γιοι του κόσμου ε; δηλαδή από σήμερα πρέπει να σε αποκαλώ Μαστροκόσμε; ;-) Α, ρε κουκουβάγια... γι' αυτό σου έχω αδυναμία...! σμουααααάτς!

8:37 μ.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home