Κυριακή, Αυγούστου 27, 2006

Νίκος Καββαδίας. Ο μάστορας του στίχου!



Ο Νίκος Καββαδίας ήταν μάστορας του στίχου από μικρός. Στο σχολείο ακόμα έβγαζε μόνος του ένα περιοδικό το “Σχολικό Σάτυρο”. Όλα τα ποιήματα του είναι γεμάτα μαστοριά αλλά σήμερα θα σας γράψω για ένα ποίημα απάντηση στον ποιητή Καίσαρ Εμμανουήλ. Δεν ξέρω τι έκανε τον Μαστρονίκο να γράψει αυτό το τόσο εμπνευσμένο ποίημα. Η ελληνική ποίηση της εποχής του μεσοπολέμου και όχι μόνο, είναι γεμάτη από Καίσαρες,αλλά ήταν αρκετό αυτό;
Να έφταιγε η υποδοχή των ποιημάτων του Καββαδία που μούδιασαν τους φιλολογικούς κύκλους της εποχής; Γράφτηκαν απείρου κάλλους παπαριές από διανοούμενους της αριστεράς μέχρι τα επίσημα λογοτεχνικά σαλόνια.
Έτσι τι έμεινε για τον 23χρονο Μαραμπού; Δυο τρία καλά λόγια που έγραψαν ο Φώτος Πολίτης και ο Κώστας Βάρναλης και ο θαυμασμός από μερικές φιλότεχνες δεσποινίδες, εκκολαπτόμενες ποιήτριες, που σίγουρα τις καύλωσε η εξωτική στιχουργική του Καββαδία.
Ίσως πάλι να έφταιξε ότι κάποιος είχε τολμήσει να γράψει ότι έμοιαζε η ποίηση του Καββαδία και του Εμμανουήλ. Γεγονός είναι ότι ο Καββαδίας με αυτό το ποίημα του παρέδωσε στην αθανασία τον τυχερό Καίσαρα που αλλιώς δεν θα τον ήξερε κανείς.
Ο Καίσαρας λοιπόν κάπου ανάμεσα στους απαισιόδοξους στίχους του είχε γράψει κάπου “ Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει..." και από αυτό ορμώμενος ο Καββαδίας του απαντά.


ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.

Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.

Κάτι που θα ‘κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.

Κάτι που θα’ κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.

Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτήτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.

Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κι’ οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.

Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες
κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.

Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα
γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.

Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν’ ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ’ ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.

Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι’ ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.

Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
– μιά γριά σ’ ένα πολύβουο καφενείο –
μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι’ ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.

Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δήτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι’ από πεζό χωμάτινο ένα μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.

Άξιος Μάστορα!!!

(Τολμάω να κάνω Post και ένα ποίημα του Καίσαρα για να σας φτιάξω!)

Έκλυτη, ένα γρανίτινον όραμα


Έκλυτη, ένα γρανίτινον όραμα, είναι πλασμένη

για των αισθήσεων τις μακρές, δεινές επιληψίες.

Όταν την κόμη λύνοντας, μια άναστρη νύκτα απλώνει

στους ουρανούς τους πολικούς βαθύγηρων κατόπτρων,

λάμπει, μαστίγιο πύρινο των ληθαργούντων πόθων,

επίφοβη σα βάραθρο κι ωραία σαν αμαρτία.

Δεν είναι πλάσμα των φθαρτών, κρυστάλλινων ερώτων.

μιας λυρικής παραφοράς η φλόγα η θαλασσιά:

Σφίγγα ορειχάλκινη, είδωλο μιας σκοτεινής μαγείας,

για τις σκληρές προορίζεται των Ασιανών λατρείες,

για τους μοιραίους, υστερικούς φετιχισμούς των Μαύρων.

1 Comments:

Blogger Adomiel said...

"Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε".

Ακόμα περιμένω...!

1:25 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

<< Home